πολλαδελφία

πολλαδελφία
ἡ, Α
βλ. πολυαδελφία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολυαδελφία — η, ΝΑ, πολλαδελφία, Α νεοελλ. η περίπτωση κατά την οποία οι στήμονες τού άνθους είναι ενωμένοι στη βάση τους ανά τρεις ή τέσσερεις κατά δεσμίδες αρχ. η ύπαρξη πολλών αδελφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυάδελφος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”